Τουλάχιστο δύο φορές ισοπεδώθηκε το Ηράκλειο στη διάρκεια του 19ου αιώνα, του αιώνα των κρητικών επαναστάσεων. Οι δύο μεγάλοι σεισμοί, του 1810 και του 1856, με χιλιάδες ανθρώπινα θύματα, προκάλεσαν τη συγκίνηση της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης, καθώς το Κρητικό Ζήτημα, ειδικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήδη απασχολούσε ευρύτερα τους Ευρωπαίους και μια επιπλέον ταλαιπωρία των Κρητών ήδη φυσικό να φορτίσει επιπλέον.
Ο σεισμός της 16ης Φεβρουαρίου του 1810 σημειώθηκε ενώ ταυτόχρονα το Ηράκλειο σάρωνε μια ακόμα επιδημία πανούκλας.
Πάντως για το φοβερό σεισμό του 1810 οι πληροφορίες που υπάρχουν σε γραπτές πηγές είναι ελάχιστες κι αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι για την περίοδο από το 1800 και μέχρι την επανάσταση του 1821 τα κείμενα που υπάρχουν είναι σπάνια, ακόμη λιγότερα και από πολύ παλιότερες περιόδους.
Από τα χρονικά σημειώματα του γιατρού του Μεγάλου Κάστρου Γεωργίου Νικολετάκη (ο οποίος έζησε περίπου από το 1760 μέχρι το 1820), τα οποία έχει παρουσιάσει ο πανεπιστημιακός Θεοχάρης Δετοράκης έχουμε τις πληροφορίες για τέσσερις σεισμούς που έγιναν πριν το 1810 κι έναν ακόμη που έγινε λίγες μέρες πριν το μεγάλο γεγονός του Φεβρουαρίου του 1810. Σημειώνει λοιπόν ο Νικολετάκης ότι σεισμοί («μέγαν και φοβερόν» χαρακτηρίζει καθέναν από αυτούς) έγιναν στις 14 Ιουνίου του 1804, στις 21 Ιουνίου 1805 (δύο σεισμοί, στις 8.45 και στις 10 το πρωί) και στις 5 Μαρτίου 1807. Δεν αναφέρει όμως τίποτε για θύματα, παρά μόνο για ζημιές.
Με τη σημείωση του Νικολετάκη για τις δονήσεις του 1805 συμφωνεί ενθύμηση σε εκκλησιαστικό βιβλίο που αφορούσε στην επισκοπή Κυδωνίας και φυλασσόταν στη βιβλιοθήκη των Χανίων, η οποία καταστράφηκε κατά τους βομβαρδισμούς των Γερμανών το 1941. Την ενθύμηση είχε παρουσιάσει το 1953 στα «Κρητικά Χρονικά» (τόμος 7) ο Γεώργιος Κ. Σπυριδάκης και σ’ αυτήν σημειωνόταν:
«Εν έτει χιλιοστώ οκτακοσιοστώ πέμπτω εν τη εικοστή του Ιουνίου εν ταις ημέραις της αρχιερατείας του κυρίου Ιωάσαφ του πίκλην Παυλάκην, ημέρα δ’, προ του ηλίου ανατείλαντος γέγονεν μέγας σεισμός και δυνατός εν όλη τη νήσω Κρήτης (σ.σ. διατηρείται αυτούσια η μορφή του κειμένου)∙ δι ου κατηδαφίσθησαν εν ταις πολιτείαις αυτής και τοις χωρίοις σπίθια ουκ ολίγα, τζαμία και τζεφιλίκια (σ.σ. επαύλεις). εν δε κζ΄ του αυτού, ηλίου έκλειψις μετρία και εφήμερος. τη δε κθ’ της σελήνης, η οποία εσκοτίσθη καθόλου από την πρώτην ώραν της νυκτός μέχρι της δ’, η δε γη εκλονείτο εκ του σεισμού νύκτα τε και ημέραν, μετρίως δε έως εις τας αρχάς Ιουλίου)∙ ου λυτρώσοι πάντας ημάς ο Κύριος».
Από τον Ελευθέριο Πλατάκη υπάρχει αναφορά ότι στις 4.05’ τα ξημερώματα της 3 Ιουλίου 1805 έγιναν τέσσερις δονήσεις, με επίκεντρο τα Χανιά. Επικαλούμενος τον Raulin τονίζει ότι έγιναν σε διάστημα 8 λεπτών κι έγιναν αισθητές και στη Σικελία. Ανάλογη αναφορά για σεισμό τις 3 Ιουλίου έχει ο Νικόλαος Σταυράκης. Ο Γεώργιος Σπυριδάκης θεωρεί ότι ουσιαστικά είναι ο ίδιος σεισμός, που ξεκίνησε με δονήσεις από τις 21 Ιουνίου.
Ο μέγας σεισμός του 1810
Η Κρήτη, και κυρίως ο Χάνδακας, συγκλονίστηκαν όμως από το σεισμό της 16ης Φεβρουαρίου 1810. Προηγουμένως, ας σημειώσουμε ότι ο Νικολετάκης αναφέρεται σε σεισμό που σημειώθηκε νύκτα στις 4 Ιανουαρίου 1810, όμως δεν αποκλείεται να είναι ο μεγάλος σεισμός της 16ης Φεβρουαρίου. Κι αυτό γιατί η περιγραφή («εχάλασεν όλα τα σπίτια της χώρας και τα τζαμιά και τους μιναρέδες και επλακώθησαν και άνθρωποι έως 300 και εχάλασε και χωργιά και μετόχια») αλλά και η ώρα της δόνησης (νύκτα σημειώθηκε ο μεγάλος σεισμός) μοιάζουν σε όλα με το γεγονός που προκάλεσε χιλιάδες νεκρούς. Το ερώτημα είναι γιατί ο Νικολετάκης αναφέρει άλλη ημερομηνία, αφού ο ίδιος θα πρέπει να έζησε τη δόνηση ως αυτόπτης μάρτυς. Άλλωστε ο ίδιος ο κ Δετοράκης, που έφερε στο φως τις σημειώσεις του γιατρού, εντοπίζει αυτή τη διαφορά της ημερομηνίας αλλά θεωρεί ότι η σημείωση αναφέρει στο μεγάλο σεισμό. Ο Νικολετάκης, πάντως, σημειώνει ότι την ίδια μέρα, στις 9 το πρωί, σημειώθηκε και δεύτερος σεισμός και μάλιστα αυτόν αναφέρει ως τον καταστροφικό.
Ο σεισμός της 16ης Φεβρουαρίου 1810 σημειώθηκε νύκτα (έχει καταγραφεί με διεθνή ώρα 22.15’, άρα 15 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα) και στο βιβλίο τους οι Βασίλης και Κατερίνα Παπαζάχου τον υπολογίζουν σε 7,5 ρίχτερ με επίκεντρο το Ηράκλειο, στο οποίο σημειώθηκαν φοβερές καταστροφές, έπεσε το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομημάτων της πόλης, ενώ βρήκαν το θάνατο περίπου 3.000 άνθρωποι. Ο Ε. Πλατάκης αναφέρει την επιστολή του Άγγλου περιηγητή Jonh Calt που στάλθηκε στις 10 Απριλίου από τη Χίο και δίνει την πληροφορία ότι ο σεισμός κατέστρεψε το ⅓ των σπιτιών της πόλης και σκότωσε πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Ο σεισμός συνέβη ενώ βρισκόταν στην Τριπολιτσά και του προκάλεσε υπερβολικό τρόμο, ενώ είχε γίνει αισθητός σ’ όλα τα μέρη που επισκέφτηκε στη συνέχεια. Ο Raulin υπολογίζει τους νεκρούς σε 2.000. ο σεισμός αναφέρεται σε κείμενο του διευθυντή (γύρω στα 1870) του Αστεροσκοπείου της Αθήνας Σμίθ
Ο Ζαχαρίας Πρακτικίδης στη «Χωρογραφία της Κρήτης συνταχθείσα τω 1818», που επανεκδόθηκε το 1983 από το ΤΕΕ-ΤΑΚ, αναφέρει ημερομηνία του σεισμού την 5ηΦεβρουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο, προφανώς). «Εις τω 1810 Φεβρουαρίου 5, έγεινεν εκεί φοβερός σεισμός και κατεκρήμνισε τα δύο τρίτα της πόλεως και μερικά πλησιόχωρα χωρία, η μεν οικοδομή έγεινεν αμέσως, άνθρωποι όμως απέθανον τρεις χιλιάδες», γράφει ο Πρακτικίδης. Ο Νικόλαος Σταυράκης στη «Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης» (1880) σημειώνει: «1810: 16 Φεβρουαρίου. Κατά την εποχήν ταύτην η πόλις του Ηρακλείου κατερειπώθη υπό σεισμού και 2.000 άτομα απωλέσθησαν. Ο Favre ανάγει αυτόν εις την 16 Μαρτίου ιδίου έτους. (Τον σεισμόν τούτον γνωρίζει και η παρούσα γενεά εκ παραδόσεως∙ επεκράτει δε τότε εν τη πόλει Ηρακλείου και η πανώλης)».
Η Χρυσούλα Τζομπανάκη στο έργο της «Χάνδακας η πόλη και τα Τείχη» (1996) αναφέρει ότι πολλά κτήρια του Χάνδακα κατέρρευσαν από το μεγάλο σεισμό που προκάλεσε το θάνατο 2.000 ανθρώπων. Ίσως – προσθέτει- κατά τη διάρκεια αυτού του σεισμού να έγινε η κατάρρευση των Arsenali Antichi, του παλαιότερου συγκροτήματος ενετικών νεωρίων που υπήρχε στο λιμάνι. Η θέση τους είναι εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο της γενικής γραμματείας της περιφέρειας.
Τουρκικό έγγραφο
Αναφορά για το σεισμό του 1810 γίνεται και σε έγγραφο του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου, στο οποίο οδηγηθήκαμε από τις πολύτιμες χειρόγραφες σημειώσεις του μακαρίτη Νικολάου Σταυρινίδη. Το έγγραφο έχει ημερομηνία 25 Ζιχλιτζέ 1255 (29 Φεβρουαρίου 1840) και αναφέρεται σε κληρονομική διαμάχη διαχειριστών βακουφίων. Με αφορμή αυτή τη διαμάχη πληροφορούμαστε για ένα ακόμη κτίριο που κατέρρευσε κατά το μεγάλο σεισμό του 1810. στη σελίδα 129 σημειώνεται ότι «το μεγάλο σαπωνοποιείο που βρίσκεται απέναντι από το κονάκι του ιεροδικείου (σ.σ. κατά το μεταφραστή του εγγράφου, αναφέρεται κατά λέξη «υψηλού συμβουλίου» και υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για άλλο διοικητικό σώμα της εποχής) είναι γκρεμισμένο από σεισμό ήδη από το έτος [12]25».
Το έτος Εγίρας 1225 αντιστοιχεί στην περίοδο του δικού μας ημερολογίου 6 Φεβρουαρίου 1810 μέχρι 25 Ιανουαρίου 1811 και είναι προφανές ότι αναφέρεται σ’ αυτό σεισμό. Άλλωστε ο Σταυρινίδης στις σημειώσεις τους τονίζει ότι στο συγκεκριμένο έγγραφο υπάρχει αναφορά για το σεισμό του 1810.
Το έγγραφο μετέφρασε ο τουρκολόγος, Μαρίνος Σαρηγιάννης.
Σημειώνουμε ακόμη ότι η θέση του ιεροδικείου ήταν στη συμβολή των σημερινών δρόμων Αβέρωφ και Σμύρνης και δίπλα ήταν το σαπωνοποιείο που αναφέρεται και το οποίο καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό.
Μια ακόμη μαρτυρία για το φοβερό γεγονός της 16ης Φεβρουαρίου 1810 έχουμε σε έγγραφο της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1966 στα «Κρητικά Χρονικά» (τόμος Κ’) από τον Γρ. Παπαδοπετράκη. Σύμφωνα μ’ αυτό, κατά τις ημέρες της ηγουμενίας του Νεοφύτου «κατά το 1810 εγένετο σεισμός μέγας και φρικτός, υφ’ ου χιλιάδες, καθ’ α λέγουσιν, ανθρώπων και ζώων απωλέσθησαν. Τα πάντα εν πάση τη νήσω ερειπώθησαν. Διηγούνται δε ότι μίαν ώραν προ της επελεύσεως του σεισμού τα ζώα, προγνωρίσαντα τούτο εβόων γοερώς, έκαστον κατά την ιδίαν αυτού φύσιν».
Κατά το σεισμό κατεδαφίστηκε και το βενετσιάνικο μοναστήρι των Αγίων Ασωμάτων στο όρος Ίδη. Η σφοδρή δόνηση έγινε ιδιαίτερα αισθητή μέχρι την Ιταλία, τη Μάλτα και τη βόρειο Αφρική.